- λίπῃς
- λείπωleaveaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίπηις — λίπῃς , λείπω leave aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλιπής — εὐλιπής, ές (ΑΜ) 1. πολύ λιπαρός («εὐλιπῆ στελγίσματα», Λυκόφρ.) 2. ο πλούσιος σε ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιπής (< λίπος), πρβλ. α λιπής, οξυ λιπής] … Dictionary of Greek
θυμολιπής — θυμολιπής, ές (Α) λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής, ψυχο λιπής] … Dictionary of Greek
σαρκολιπής — ές, Α (ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο λιπής, ψυχο λιπής] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
ναρδολιπής — ναρδολιπής, ές (Α) ο αλειμμένος με λάδι νάρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. αργι λιπής] … Dictionary of Greek
οξυλιπής — ὀξυλιπής, ὁ (Α) φρ. «ὀξυλιπὴς ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος με ξίδι και λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. ναρδο λιπής] … Dictionary of Greek
πειλιπής — και πιλιπής, ές Α αυτός που τού λείπει το γράμμα πει (π). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖ (Ι) / πῖ + λιπής (< λείπω), πρβλ. εκ λιπής] … Dictionary of Greek
περιλιπής — ές, Α ο υπόλοιπος, αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής] … Dictionary of Greek
υπολιπής — ές, ΜΑ αυτός που μένει ως υπόλοιπο αρχ. 1. ελλιπής, ανεπαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές έλλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιπής (< λείπω), πρβλ. περι λιπής] … Dictionary of Greek